θεοείκελ'

θεοείκελ'
θεοείκελα , θεοείκελος
godlike
neut nom/voc/acc pl
θεοείκελε , θεοείκελος
godlike
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεοείκελος — θεοείκελος, ον (AM) αυτός που μοιάζει στην όψη με θεό («θεοείκελ Ἀχιλλεῡ «, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + είκελος «παρόμοιος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”